- νυχτόβιος
- -α, -ο (Α νυκτόβιος, -ον)βλ. νυκτόβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άωτος — I Η λέξη, που ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα άω, άημι (πνέω, φυσώ), σημαίνει το πιο εκλεκτό και ανώτερο στοιχείο ενός πράγματος. Στον Όμηρο τη συναντάμε με τη σημασία λεπτότατος σε σχέση με το μαλλί ή το λινάρι. Η ίδια συνάφεια εντοπίζεται και… … Dictionary of Greek
γεώφιλος — (geophilus). Γένος χερσόβιων αρθροπόδων της ομοταξίας των χειλοπόδων, της οικογένειας των γεωφίλων. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό και αποτελείται από την κεφαλή και πολλά μεταμερή τμήματα (μεταμερίδια), ο αριθμός των οποίων ποικίλλει… … Dictionary of Greek
νυκτόβιος — και νυχτόβιος, α, ο (Α νυκτόβιος, ον) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («νυκτόβιο είδος») 2. (για πρόσ.) αυτός που ξενυχτά και γυρίζει σπίτι του τα χαράματα; Ξενύχτης αρχ. νυκτίρεμβος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός … Dictionary of Greek
νυχτοπάτης — (caprimulgus europaeus). Πτηνό της οικογένειας των Αιγοθηλιδών, τα πολυάριθμα είδη της οποίας είναι διαδεδομένα σε όλη τη Γη, εκτός από μερικά αρχιπελάγη του Ειρηνικού και τις πολικές περιοχές. Από το συνολικό μήκος του, περίπου 30 εκ., τα μισά… … Dictionary of Greek
σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… … Dictionary of Greek
Καραβίδας, Γιάννης — (Μικρή Γότιστα Ιωαννίνων 1934 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Υπήρξε δάσκαλος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία και διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το έργο του… … Dictionary of Greek